γραμματοφυλάκιον

γραμματοφυλάκιον
γραμματοφυλάκιον
a place for keeping records
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γραμματοφυλακίοις — γραμματοφυλάκιον a place for keeping records neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμματοφυλακίου — γραμματοφυλάκιον a place for keeping records neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζύγαστρον — ζύγαστρον, τό (Α) 1. κιβώτιο κατασκευασμένο από σανίδες στερεά ενωμένες μεταξύ τους 2. (κατά τον Φώτ.) «παρὰ Δελφοῑς δὲ ζύγαστρον καλεῑται τὸ γραμματοφυλάκιον» 3. φρ. «ζύγαστρα λάρνακος» το κάλυμμα ή, κατ άλλους, τα κλειδιά τής λάρνακας. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”